Επισκόπηση
Τις ήπιες μέρες κυρίως του Νοέμβρη, πριν ή μετά το μάζεμα της ευλογημένης ελιάς, οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι από το Ασφενδιού έως την Καρδάμαινα και την Αντιμάχεια και από την Κέφαλο έως και το Πυλί, ετοιμάζονταν για τα χοιροσφάγια. Ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού, είχε φροντίσει από το Μαρτάπριλο, να πάρει ένα μικρό γουρουνάκι και να το μεγαλώσει.
Πρωί-πρωί, από τα χαράματα, πρώτα ερχόταν ο χασάπης, αυτός μαζί με άλλους γεροδεμένους άνδρες, έδεναν χειροπόδαρα τον καλοθρεμμένο χοίρο και ακολουθούσε η σφαγή του ζώου. Έπειτα τον τοποθετούσαν σε καφάσια με θάμνους και τον ζεματίζανε με καυτό νερό, για να μαδήσει η χοντρή τρίχα του. Μετά τον ξύριζαν με ένα ειδικό ξυράφι, ύστερα τον καψάλιζαν ή τον τσούριζαν, για να φύγουν και οι τελευταίες τρίχες, με ξερόκλαδα από σησαμιές, ελιές ή άγριες αστυφές και κλαδιά από φρύανα και κατσοπρίνια. Με ένα μεγάλο κομμάτι ελαφρόπετρας, τον πορό, μαζί με πολύ χοντρό αλάτι, τον έτριβαν παντού, για να μαλακώσει και να καθαρίσει τελείως το γουρουνίσιο, σκληρό δέρμα του.
Παράλληλα οι νοικοκυρές, είχαν φροντίσει να έχουν έτοιμα κλαδιά και χοντρά ξύλα, ακόμη και ξερές βουδιές, για να μπουν κάτω από τα καζάνια και τα τηγάνια, εκεί στον μεγάλο σιδερένιο τρίποδα ή σε ειδικές παρασκιές, όπου έβραζαν το νερό που κουβαλούσαν από το παρακείμενο πηγάδι. Αφού έβραζε καλά το νερό, τότε έφερναν το χοίρο κοντά για το ζεμάτισμα.
Ο χασάπης, αφού τεμάχιζε κατάλληλα το ζώο, έπαιρνε ένα γενναίο κομμάτι από κρέας, μαζί με την αμοιβή του και αποχωρούσε. Ο χοίρος, τεμαχίζονταν σε διάφορα μέρη. Το κεφάλι και τα πόδια, τα φύλαγαν για να κάνουν την νόστιμη πηχτή ή τρουμούλα.
Επίσης μερικοί, έτρωγαν το συκώτι τηγανιτό ή βραστό. Τα εντόσθια συνήθως τα έκοβαν μικρά-μικρά, τα τηγάνιζαν και τα έτρωγαν αμέσως σαν μεζέδες, που τους συνόδευαν με το δικό τους σπιτικό κρασί. Το λίπος, το χώριζαν από το κρέας. Αφού το έβραζαν καλά, όταν κρύωνε και γίνονταν σαν αλοιφή, το αποθήκευαν στα πήλινα κουζιά, (μικρά κιούπια ή πιθάρια). Οι μπριζόλες συνήθως ψήνονταν στα κάρβουνα, ενώ οι μπουκιές τσικνίζονταν δηλ τηγαρίζονταν στο μεγάλο τηγάνι, πάλι με το χοιρινό λίπος, δηλ τη γλίνα. Τη γλίνα αργότερα την χρησιμοποιούσαν, για να κάνουν την περίφημη ‘γριά’ ένα Αντιμαχήτικο φαγητό, ανακατεμένο με αλεύρι μπουκιές. Επίσης στα ‘φελιά’ δηλ στις τηγανισμένες φέτες από ψωμί, χρησιμοποιούσαν πάλι τη χοιρινή γλίνα.
Επίσης από το χοντρό αλεσμένο σιτάρι, έφτιαχναν σε ένα καζάνι με τον ζωμό του χοίρου, το εξαιρετικό και θρεπτικό πλιγούρι ή πνιούρι. Στο χωριό Αντιμάχια, το λένε μπιλιούρι.
Όλη μέρα τα παιδιά, όπως και οι μεγάλοι είχαν τη δική τους γιορτή. Αυτά περίμεναν να πάρουν τη ‘φούσκα’ δηλ την κύστη του χοίρου. Έτσι πλυμένη καλά και καθαρισμένη με τη στάχτη, την φούσκωναν και την έπαιζαν σαν μια αυτοσχέδια μπάλα.
Χαρακτηριστικές γραφικές φιγούρες, στα χοιροσφάγια όπως τους θυμούνται οι παλιοί, ήταν ο ‘χοιρινάς’ και ο ‘γιαπράκας’. Αυτοί γύριζαν στα διάφορα χοιροσφάγια και γέμιζαν τις φαρδιές τσέπες του σακακιού η του παλτού τους, με μπουκιές από χοιρινά και νόστιμα ντολμαδάκια.
Αυτό ήταν λοιπόν το παμπάλαιο έθιμο των χοιροσφαγίων, που μερικοί τοπικοί λαογραφικοί Σύλλογοι, όπως ο Απελλής στο χωριό Πυλί, προσπαθούν να το κρατήσουν ζωντανό.
Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη